- έκρυση
- η (Α ἔκρυσις)1. διέξοδος ρέοντος υγρού2. αποβολή εμβρύου τις πρώτες μέρες μετά τη σύλληψη, (σε αντιδιαστολή προς την έκτρωση)3. (για τρίχες) πτώση4. η ουσία που εκρέει.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
έκχυση — η (AM ἔκχυσις) χύσιμο προς τα έξω, ξεχύσιμο νεοελλ. 1. εκροή, έκρυση, εκβολή (ποταμού) 2. μτφ. διάχυση, περιπαθής εκδήλωση μσν. (για ευεργέτημα) προσφορά, παροχή αρχ. 1. χύσιμο αίματος 2. οχετός 3. (για πύον) διάχυση … Dictionary of Greek
εκροή — η (AM ἐκροή) έκρυση, εκβολή, απομάκρυνση («εκροή τών νερών τής βροχής») αρχ. 1. άνοιγμα για εκροή υγρών, διέξοδος 2. συνεκδ. τα μέρη τού σώματος απ όπου γίνονται εκρύσεις (βλ. και έκρους) … Dictionary of Greek
χαράκι — Oνομασία 2 οικισμών. 1. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ.), στην πρώην επαρχία Ρόδου, του νομού Δωδεκανήσου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μαλώνος. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 390 μ.), στην πρώην επαρχία Μονοφατσίου, του νομού Ηρακλείου. Είναι έδρα … Dictionary of Greek